υπερφίαλος

υπερφίαλος
-η, -ο / ὑπερφίαλος, -ον, ΝΜΑ
μτφ. αλαζόνας, αλαζονικός, θρασύς, αυθάδης (α. «έχει πολλές και υπερφίαλες αξιώσεις» β. «ἔπη ὑπερφίαλα», Απολλ. Ρόδ.
γ. «ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν», Πίνδ.
δ. «ἐπεὶ οἱ παῑδες ὑπερφίαλοι καὶ ἄπιστοι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
υπέρμετρος, υπερβολικός, υπερμεγέθης («Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος», Πίνδ.)
επίρρ...
υπερφίαλα / ὑπερφιάλως ΝΜΑ
με αλαζονικό τρόπο, αλαζονικά, με αυθάδεια, με θρασύτητα (α. «συμπεριφέρεται υπερφίαλα» β. «ὥς τέ μοι ὑβρίζοντες ὑπερφιάλως δοκέουσιν δαίνυσθαι κατὰ δῶμα», Ομ. Οδ.)
αρχ.
υπέρμετρα, υπερβολικά (α. «ὑπερφιάλως ὑπερτιμᾱν», Κύριλλ.
β. «πάντες ὑπερφιάλως νεμέσησαν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την αρχαιότερη άποψη η λ. ὑπερφίαλος είναι σύνθ. από το ὑπερ-* και τη λ. φιάλη και έχει επομένως αρχική σημ. «αυτός που υπερβαίνει, που ξεχειλίζει από τη φιάλη» (πρβλ. και το χωρίο οἶνον ὑπερφίαλον κελαρύζετε) από όπου, κατ' επέκταση, προήλθαν οι σημ. «υπερβολικός, μεγάλος» και «βίαιος, αλαζονικός». Κατ' άλλη, νεώτερη, άποψη, η λ. πρέπει να συνδεθεί με το ρ. φύομαι (πρβλ. τη σημ. του ὑπερφυής «υπερμεγέθης, υπέρογκος, πελώριος, εξαίσιος») και εμφανίζει επίθημα -αλος (πρβλ. ἀτάσθ-αλος), ενώ το -ι- τού τ. ὑπερφίαλος μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν ανομοίωσης από αρχικό τ. *ὑπερφύαλος (πρβλ. πίτυρον* πιθ. < *πύτυρον) ή ως φωνήεν επέκτασης ανάλογο με αυτό τού τ. φῖτυ «φυτό» (βλ. λ. φῖτυ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερφίαλος — overbearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερφιάλως — ὑπερφίαλος overbearing adverbial ὑπερφίαλος overbearing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερφίαλον — ὑπερφίαλος overbearing masc/fem acc sg ὑπερφίαλος overbearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερφιάλοιο — ὑπερφίαλος overbearing masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερφιάλοις — ὑπερφίαλος overbearing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερφιάλοισι — ὑπερφίαλος overbearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερφιάλοισιν — ὑπερφίαλος overbearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερφιάλου — ὑπερφίαλος overbearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερφιάλους — ὑπερφίαλος overbearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερφιάλων — ὑπερφίαλος overbearing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”